- χονδροσύνδεσμος
- χονδρο-σύνδεσμος, ὁ,A cartilaginous connexion, Gal.1.569.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χονδροσύνδεσμος — ὁ, Α σύνδεσμος από χόνδρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + σύνδεσμος] … Dictionary of Greek